- χρονοκρατορία
- ἡ, Α [χρονοκράτωρ, -ορος]αστρολ. κυριαρχία κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρονοκρατορία — χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc/acc dual χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονοκρατορίας — χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc pl χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονοκρατορίαν — χρονοκρατορίᾱν , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek
μεταπαραδίδωμι — (Α) [παραδίδωμι] 1. παραδίδω κάτι σε κάποιον άλλο μετά από άλλον, μεταβιβάζω 2. μεταφέρω 3. αστρολ. παραδίδω ή παραχωρώ τη χρονοκρατορία … Dictionary of Greek